Η προσαρμοστικότητα, λοιπόν, είναι η
απάντηση του ανθρώπου σε ένα άλλο παγκόσμιο δεδομένο, το οποίο λέει ότι το μόνο
το οποίο πραγματικά δεν αλλάζει είναι η ίδια η αλλαγή. Δεν πιστεύω ότι
θα μπορούσε να το πει κάποιος πιο εύστοχα, πέρα από τον Ηράκλειτο, ο οποίος
διατύπωσε το περίφημο «Τα πάντα ρει».
Παρόλο που η προσαρμοστικότητα είναι ίσως η ύψιστη ευλογία
που θα μπορούσαμε να έχουμε, ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων την «εγκαταλείπουν».
Πλαδαρεύουν και τεμπελιάζουν. Αρνούνται να γυμνάσουν το σώμα τους ή το μυαλό
τους. Αρνούνται να δοκιμάζουν νέα πράγματα. Ίσως να θέλουν να ταξιδέψουν αλλά
δεν το επιχειρούν και διαρκώς το αναβάλλουν. Σταματούν να αποκτούν νέες
εμπειρίες. Φοβούνται να ακούσουν άλλους ανθρώπους και να επικοινωνήσουν με αυτούς.
Κλείνονται στο μικρόκοσμό τους και διαρκώς «συρρικνώνονται». Αυτοπεριορίζονται
και παραμένουν στον κύκλο βολής τους, αρνούμενοι να ακολουθήσουν κάθε αλλαγή
που τους «χτυπάει την πόρτα».
Γιατί όμως να συμβαίνει αυτό; Τείνω να πιστέψω ότι αυτή τη
αντίδραση οφείλεται στο γεγονός ότι για να μπορέσει κάποιος να προσαρμοστεί σε
νέα δεδομένα, για να αλλάξει, απαιτείται θάρρος
και αρκετός κόπος. Πρέπει να
κοπιάσει κάποιος για να βρει τη λύση σε κάποιο νέο πρόβλημα που καλείται να
αντιμετωπίσει.
Είναι πιο εύκολο να ανέβει με τον ανελκυστήρα απ’ ότι με τις
σκάλες. Είναι πιο εύκολο να παρακολουθήσει στην τηλεόραση ό,τι του «σερβίρουν»,
από το να διαβάσει ένα βιβλίο ή ένα άρθρο που θα του διευρύνει τον τρόπο σκέψης
του. Είναι πιο εύκολο να μαγειρέψει ένα φαγητό το οποίο έχει φτιάξει εκατό
φορές, από το να επιχειρήσει να ετοιμάσει για πρώτη φορά ένα διαφορετικό πιάτο.
Είναι πολύ πιο εύκολο να κρυφτεί πίσω από δυο-τρεις δικαιολογίες για να μην
αρχίσει ούτε τώρα να σχεδιάζει και να προετοιμάζει εκείνο το ταξίδι που τόσο
λαχταρά να κάνει. Θεωρεί ότι είναι πολύ πιο εύκολο να παραμείνει σιωπηλός από
το να ξεκινήσει συζήτηση με κάποιον άγνωστο. Έτσι, κινδυνεύει να χάσει την
ικανότητά του για προσαρμογή σε έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο.